Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
δια·πόρθμιος,
ος, ον,
qui sert d’intermédiaire,
Procl.
Plat. 1 Alc.
69
.
Étym.
διά, πορθμός
.