διαπορητέον

διαπορητικός

διαπορητικῶς
διαπορητικός, ή, όν :
1 qui est dans l’embarras, qui hésite, Plut. M. 395a ||
2 t. de gr. qui marque le doute, dubitatif, Dysc. Conj. 490, 1.
Étym. διαπορέω.