διαποστέλλω

διαποστολή

διαποσῴζω
διαποστολή, ῆς () échange de messagers ou de messages, Pol. 5, 37, 3 ; 5, 103, 8 ; 14, 1, 9 ; DH. 6, 12.
Étym. διαποστέλλω.