διαπρέπεια

διαπρεπής

Διαπρεπής
δια·πρεπής, ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent, Pd. I. 4, 49 ; Thc. 2, 34 ; τινι, Eur. Suppl. 841, par qqe ch. ; τι, Eur. I.A. 1588, en qqe ch. ||
2 abs. magnifique : τὸ δ. Thc. 6, 16, la magnificence ||
Cp. -έστερος, Xén. Mem. 2, 1, 27.