διαπρέπω

διαπρεπῶς

διαπρεσϐεία
διαπρεπῶς, adv. avec distinction, avec éclat, Plut. Alc. 12, Syll. 16, Ant. 81, M. 214d, 873d ||
Sup. -πρεπέστατα, Dém. 1208, 19.