διαπριωτός

διαπρό

διάπροθι
δια·πρό ou διὰ πρό, adv. de part en part, d’outre en outre, Il. 5, 66, etc. ; A. Rh. 4, 313 ; DP. 5 ; avec un gén. Il. 4, 138 ; Thcr. Idyl. 22, 201, etc.