διαψευστῶς

διαψηλαφάω-ῶ

διαψηλαφητέον
δια·ψηλαφάω-ῶ [ᾰφ] tâter, Hérodotus (Orib. 1, 498, 7 B.-Dar.) ; Symm. Gen. 31, 34 ; Esaï. 59, 10.