διαπυρόω-ῶ

διαπυρπαλαμάω-ῶ

διαπυρσαίνω
διαπυρπαλαμάω-ῶ [πᾰᾰμ] (ao. 3 sg. διαπυρπαλάμησεν) scrupuleusement forger des ruses, complètement mettre en œuvre des artifices, Hh. Merc. 357.
Étym. δ. πυρπάλαμος.