Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαριστάομαι-ῶμαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
δι·αριστεύομαι
[
ᾰ
] (
impf. 3 sg.
διηριστεύετο
) disputer la prééminence :
πρός τινα,
Lgn
13, 4,
à qqn.