διαρράπτω

διαρραχίζω

διαρρέπω
δια·ρραχίζω [ρᾰ] (seul. pf. pass. 3 sg. διερράχισται) couper en deux l’échine, ou selon la direction de l’échine, Eub. fr. 15, 4 Kock.
Étym. διά, ῥάχις.