διαρροθέω-ῶ

διάρροια

διαρροιζέω-ῶ
διάρροια, ας () flux de ventre, diarrhée, Hpc. Aph. 1248 ; Thc. 2, 49 ; δ. κοιλίας, Plut. Mar. 30, m. sign.
Étym. *διάρροος, de διαρρέω.