διαρρωγή

διαρρώξ

δίαρσις
διαρρώξ, ῶγος (ὁ, ἡ)
1 adj. déchiré, d’où escarpé, en parl. d’une roche, Eur. I.T. 262 ||
2 subst. ἡ δ. fragment, parcelle, Opp. H. 5, 216.
Étym. διαρρήγνυμι.