διασαφέω-ῶ

διασαφηνέω-ῶ

διασαφηνίζω
διασαφηνέω-ῶ [σᾰ] (seul. part. prés. -έοντος) c. le préc. Hpc. Ep. 1275, 29 dout.
Étym. διά, σαφηνής.