διασίζω

διασιλλαίνω

διασιλλόω-ῶ
δια·σιλλαίνω (impf. διεσίλλαινον) se moquer de, railler, acc. Luc. Lex. 24 ; Alciphr. 3, 62 ; Jambl. Protr. p. 368.