Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδασμός,
οῦ
(
ὁ
)
c. le préc.
Aqu.
Esai.
5, 7
.
Étym.
var.
διασκέδασις
.