διασκοπέω-ῶ

διασκοπιάομαι-ῶμαι

διασκορπίζω
δια·σκοπιάομαι-ῶμαι (seul. inf. prés. -ᾶσθαι)
1 observer tout alentour, Il. 10, 388 ||
2 discerner, distinguer, Il. 17, 252.
Étym. διά, σκοπιά.