διασφιγκτέον

διάσφιγξις

διάσφυξις
διάσφιγξις, εως () forte constriction, Arét. Cur. m. acut. 2, 2 ; P. Eg. 197, 28 ; Antyll. (Orib. 2, 45 B.-Dar.).
Étym. διασφίγγω.