Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαστάζω
διασταθμάομαι-ῶμαι
διασταθμίζω
δια·σταθμάομαι-ῶμαι
(
seul.
ao. 3 sg.
διεσταθμήσατο
) disposer, régler,
Eur.
Suppl.
201
.