διάστατος

διασταυρόω-ῶ

διαστείϐω
δια·σταυρόω-ῶ (impf. 3 sg. διεσταύρου) munir de palissades, de retranchements, DC. 41, 50 ||
Moy. (part. ao. -ωσάμενος) m. sign. Thc. 6, 97.