διασημασία

διάσημος

διασήπω
διά·σημος, ος, ον :
1 clair, distinct ; adv. διάσημα, Soph. Ph. 207, avec des cris perçants ||
2 qui se distingue entre tous, remarquable, Plut. Dio. 54, T. Gracch. 17.
Étym. διά, σῆμα.