Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διασῴζω
διασωπάω
διασωσμός
δια·σωπάω
(
fut.
-άσομαι
[
ᾱ
])
éol.
c.
διασιωπάω,
Pd.
O.
13, 91
.
Étym.
διασιωπάσομαι,
Herm. Momms.