διατάκτωρ

διαταλαντόομαι-οῦμαι

διαταμιεύω
δια·ταλαντόομαι-οῦμαι [τᾰ] (seul. part. prés.) se balancer de côté et d’autre, en parl. d’un navire, A. Tat. 3, 1.