διατείχιον

διατείχισμα

διατεκμαίρομαι
διατείχισμα, ατος (τὸ)
1 lieu fortifié (litt. coupé du pays d’alentour par un mur) Thc. 3, 34 ; 7, 60 ||
2 mur de séparation, retranchement, fortification, Pol. 8, 36, 9 ; fig. Luc. D. mer. 11, 4.
Étym. διατειχίζω.