διατοιχέω-ῶ

διατομή

διάτομος
διατομή, ῆς ()
1 action de couper en deux, séparation, division, El. N.A. 13, 30 ||
2 le tranchant (des dents) El. N.A. 1, 31.
Étym. διατέμνω.