Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διατρεμέω-ῶ
διατρεπτικός
διατρεπτικῶς
διατρεπτικός,
ή, όν,
propre à détourner, à dissuader,
Plut.
M.
783
f
.
Étym.
διατρέπω
.