διάτροπος

διατροφή

διατροχάζω
διατροφή, ῆς () nourriture, subsistance, Xén. Vect. 4, 49 ; Mén. (Stob. Fl. 61, 1) ; DS. 19, 32 ; NT. 1 Tim. 6, 8.
Étym. διατρέφω.