διάτριψις

διατροπή

διάτροπος
διατροπή, ῆς () changement de disposition, d’où :
1 confusion, trouble, Pol. 8, 7, 3 ; 16, 8, 10 ; joint à φόϐος, DS. 17, 41 ||
2 honte, Cic. Att. 9, 13.