διατρύγιος ὄρχος

διατρυπάω-ῶ

διατρυφάω-ῶ
δια·τρυπάω-ῶ [ῡπ] trouer, percer, creuser, Arstt. H.A. 4, 4 ; 5, 15 ; 9, 37 ; Luc. Ep. sat. 24.