διατρυφάω-ῶ

διατρώγω

διαττάω-ῶ
δια·τρώγω (f. -τρώξομαι, ao. 2 διέτραγον) ronger, déchirer en rongeant, acc. Ar. Vesp. 164, 368, etc. ; DC. 72, 21 ; gén. El. V.H. 1, 10.