διατυπόω-ῶ

διατύπωσις

διατυπωτέον
διατύπωσις, εως () []
1 forme achevée, Arstt. H.A. 5, 19, 8 ||
2 configuration, Plut. Alex. 72 ||
3 description oratoire, Lgn 20.
Étym. διατυπόω.