Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαυγασμός
διαυγάω-ῶ
διαύγεια
δι·αυγάω-ῶ
(
part. prés. fém. gén.
-ώσης
)
c.
διαυγάζω,
DH.
2, 960, 10 Reiske
.
Étym.
διά, αὐγή
.