διαυλοδρομέω-ῶ

διαυλοδρόμης

διαυλοδρόμος
διαυλο·δρόμης, ου () coureur qui exécute la double course, Pd. P. 10, 14 (gén. pl. dor. -δρομᾶν).
Étym. δίαυλος, δραμεῖν.