διαζεύγνυμι

διαζευκτικός

διαζευκτικῶς
διαζευκτικός, ή, όν, disjonctif : σύνδεσμος δ. Dysc. Conj. 482, 9 ; Synt. 26, 6, 18 ; Plut. M. 1026b ; D. Thr. 642, 30 ; DL. 7, 72, conjonction disjonctive.
Étym. διαζεύγνυμι.