διαζηλεύομαι

διαζηλοτυπέομαι-οῦμαι

διάζησις
δια·ζηλοτυπέομαι-οῦμαι [] (seul. prés.) être rival ou jaloux : πρός τινα, Pol. fr. 61 ; τινι, Ath. 588e, de qqn.