δίϐολος

δίϐραχυς

δίϐροχος
δί·ϐραχυς, εος () [] s. e. πούς, dibraque ou pyrrhique, pied de deux brèves, t. de pros. T. Maur. 1365 ; Arc. 92, 7 ; etc.
Étym. δίς, βραχύς.