διχομήνη

διχομηνία

διχόμηνις
διχομηνία, ας () [δῐ]
1 premier jour de la pleine lune, c. à d. milieu du mois, chez les Grecs, Plut. Dio. 23 ||
2 pleine lune, Spt. Sir. 39, 12.
Étym. διχόμηνος.