Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διχοστατέω-ῶ
διχόστομος
διχοτομέω-ῶ
διχό·στομος,
ος, ον
[
ῐ
]
c.
δίστομος,
Soph.
fr. 164
.
Étym.
δίχα, στόμα
.