διχοτομέω-ῶ

διχοτόμημα

διχοτόμησις
διχοτόμημα, ατος (τὸ) [] moitié d’une chose, Spt. Gen. 15, 11 ; Ex. 29, 17 ; Lev. 1, 8.
Étym. διχοτομέω.