δίχροος-ους

δίχρωμος

δίχρως
δί·χρωμος, ος, ον, c. le préc. Luc. Prom. 4 ; Gal. 10, 385 ; τὸ δίχρωμον = περιστερεὼν ὕπτιος, Diosc. 4, 61.
Étym. δίς, χρῶμα.