διχθά

διχθάδιος

διχθάς
διχθάδιος, ος, ον []
1 partagé en deux, A. Rh. 3, 397 ; adv. διχθάδια, Il. 14, 21, en deux ||
2 double, Il. 9, 411 ; A. Pl. 1, 15.
Étym. διχθάς.