δίγονος

δίδαγμα

διδακτέον
δίδαγμα, ατος (τὸ) [] enseignement, leçon, Eur. fr. 293 ; Ar. Nub. 668 ; Xén. Eq. 9, 10 ; Mosch. 6, 7.
Étym. διδάσκω.