δίδακτρον

διδακτυλιαῖος

διδάκτυλος
διδακτυλιαῖος, α, ον [ῐῠ] long ou large de deux doigts, Sext. M. 10, 156, 157, 158 ; Gal. 12, 495.
Étym. διδάκτυλος.