διδυμόζυξ

διδυμόθροος-ους

διδυμόκτυπος
διδυμό·θροος-ους, οος-ους, οον-ουν [ῐῠ] qui redouble le son (l’écho) Nonn. Jo. 9, 83.
Étym. δίδυμος, θρέω.