διδυμητοκέω-ῶ

διδυμητόκος

Διδυμίας
*διδυμη·τόκος, seul. dor. διδυμα·τόκος, ος, ον [ῐῠᾱ] c. διδυμοτόκος, Call. Ap. 54 ; Thcr. Idyl. 1, 25 ; Anth. 6, 99 ; App. 232 ; Lgn 2, 34.