διείρηκα

διείρομαι

διειρύω
διείρομαι, pass. de διείρω.
δι·είρομαι (seul. prés.) demander : τι, Il. 1, 550, qqe ch. ; τινά τι, Od. 4, 492, demander qqe ch. à qqn.
Étym. διά, εἴρομαι ; cf. διέρομαι.