διεκπαίω

διεκπεραίνω

διεκπεραιόομαι-οῦμαι
δι·εκπεραίνω, achever entièrement, Soph. fr. 572 (ao. pass. sbj. 3 sg. -περανθῇ) ; Xén. Œc. 6, 1.
Étym. inf. prés. -αίνειν.