Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διελεγκτέον
διελεγκτικός
διελέγχω
διελεγκτικός,
ή, όν,
propre à réfuter,
Clém.
2, 312
b
Migne
.
Étym.
διελέγχω
.