διελευθερόω-ῶ

διέλευσις

διελεύσομαι
διέλευσις, εως () action de passer à travers, passage, Ptol. Tetr. 135 ; Procl. Ptol. 191, 19.
Étym. διελεύσομαι, v. διέρχομαι.