δίενος

διενοχλέω-ῶ

δίενται
δι·ενοχλέω-ῶ, troubler ou importuner grandement, DH. 5, 9 ; τινα, Dém. 446, 25 ; τινι, Jos. A.J. 9, 3, 1 ; Phil. 2, 590 ; Aristén. 1, 5 ; 2, 13, qqn.