Διευτυχίδας

δίεφθος

διεφικνέομαι-οῦμαι
δίεφθος, ος, ον, cuit à point, Hpc. 526, 11 ; 528, 11 ; 529, 11 ; Arstt. H.A. 5, 15, etc.
Étym. διέψω.